μεταχθονίου

μεταχθονίου
μεταχθόνιος
to land
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταχθόνιος — μεταχθόνιος, ον, θηλ. και ία (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στη γη, στην ξηρά, ο επίγειος («μεταχθονίου χιτῶνος» χιτώνα σαν αυτόν που φορούν οι άνθρωποι στη γη, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά χθονός (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”